- διατροφή
- I
Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις απαραίτητες ύλες για τη σύνθεση των ιστών και των χυμών του οργανισμού (έργο πλαστικό ή αποκατάστασης), προμηθεύουν τη χημική ενέργεια που εκλύεται κατά τον μεταβολισμό τους, η οποία τελικά μετατρέπεται σε θερμότητα (δυναμογόνο έργο).Εκτός από το οξυγόνο, που προσλαμβάνεται κατά την αναπνοή, τα υπόλοιπα θρεπτικά συστατικά εισάγονται στον οργανισμό από το στόμα στο πεπτικό σύστημα, όπου υποβάλλονται σε χημικές διασπάσεις και τροποποιήσεις, οι οποίες καθιστούν δυνατή την ολοκληρωτική χρησιμοποίησή τους. Ανάλογα με τη χημική τους σύσταση, οι θρεπτικές ουσίες που περιέχονται στις τροφές διακρίνονται σε οργανικές και ανόργανες: οργανικές ουσίες είναι τα λίπη, οι υδατάνθρακες και οι πρωτεΐνες· το έργο τους είναι πλαστικό και δυναμογόνο. Ανόργανες ουσίες είναι το οξυγόνο, η παρουσία του οποίου είναι απαραίτητη για τις οξειδωτικές αντιδράσεις παραγωγής ενέργειας, το νερό και τα μεταλλικά άλατα, ουσίες οι οποίες, παρότι δεν παράγουν ενέργεια, είναι απαραίτητες για όλες τις αντιδράσεις ανταλλαγής της ύλης και για τη σύνθεση των ιστών και των χυμών του οργανισμού. Ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούν οι βιταμίνες, οι οποίες, αν και δεν αποδίδουν ενέργεια, δρουν ως απαραίτητοι μεσολαβητές των αντιδράσεων παραγωγής ενέργειας και σύνθεσης της ζωντανής ύλης του οργανισμού.Ανάλογα με την προέλευσή τους οι τροφές διακρίνονται σε ζωικές (κρέας, αβγά, γάλα κλπ.) και φυτικές (λαχανικά, φρούτα κλπ.). Για μια σωστή δ. είναι ανάγκη να καθοριστεί η ποιότητα και η ποσότητα των τροφών που απαιτούνται για τις ημερήσιες ανάγκες του ατόμου. Η αξία της ημερήσιας δ. εκφράζεται συνήθως σε θερμίδες. Η θερμιδική αξία μιας τροφής αντιστοιχεί στο ποσό ενέργειας (θερμότητας) που παράγεται από την καύση των θρεπτικών ουσιών που τη συνιστούν. Έτσι, έχει βρεθεί ότι 1 γρ. πρωτεΐνης αποδίδει 4 θερμίδες, 1 γρ. λίπους 9 θερμίδες, 1 γρ. υδατανθράκων 4 θερμίδες.Εκτός από τη θερμιδική επάρκεια, η ημερήσια δ. πρέπει να περιέχει και την απαραίτητη ποσότητα νερού, αλάτων και βιταμινών· πρέπει επίσης να υπολογίζεται η ειδική δυναμική ενέργεια κάθε τροφής, δηλαδή το ποσό της ενέργειας που θα καταναλώσει ο οργανισμός για την πέψη και την αφομοίωσή της. Η ειδική αυτή δυναμική ενέργεια προκαλεί αύξηση του βασικού μεταβολισμού, που σε φυσιολογικές συνθήκες αρχίζει να εκδηλώνεται μία ώρα μετά τη βρώση του γεύματος, και φτάνει στη μεγαλύτερη τιμή του ύστερα από τρεις ώρες. Οι πρωτεΐνες προκαλούν αύξηση του βασικού μεταβολισμού κατά 30%, τα λίπη κατά 4% και οι υδατάνθρακες κατά 6%. Η ημερήσια δ. πρέπει να προσαρμόζεται σύμφωνα και με άλλους παράγοντες εκτός από τους παραπάνω, όπως η ηλικία, η φυσιολογική κατάσταση του οργανισμού (νόσος, κύηση, γαλουχία κ.ά.), το είδος και η ένταση της μυϊκής δραστηριότητας (καθιστική ή χειρωνακτική εργασία, αθλητισμός). Εκτός από αυτούς, στον υπολογισμό των θερμιδικών αναγκών πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και τα ατομικά χαρακτηριστικά (ύψος, βάρος, όγκος, σχέση όγκου προς βάρος, μυϊκή ισχύς κλπ.).Αναλυτικότερα, οι θρεπτικές ουσίες που περιέχονται στις τροφές είναι οι εξής:Πρωτεΐνες. Η ονομασία τους υποδηλώνει τον πρωταρχικό ρόλο που παίζουν στη δ. μας, δεδομένου ότι συνιστούν το μεγαλύτερο μέρος των στερεών συστατικών του ανθρώπινου σώματος, τα οποία τελούν σε μια διαρκή διαδικασία φθοράς και ανανέωσης. Χαρακτηρίζονται και ως λευκώματα, γιατί αποτελούν το κύριο συστατικό του λευκού του αβγού. Είναι άφθονες στις ζωικές τροφές, κυρίως στο κρέας (κάθε είδους κρέας και θαλασσινά), στα αβγά, στο γάλα, στο τυρί, αλλά και σε πολλές φυτικές τροφές, όπως τα όσπρια και τα δημητριακά, σε μικρότερη όμως ποσότητα. Ο βασικός ρόλος των πρωτεϊνών στη δ. είναι να προμηθεύουν το άζωτο και τα αμινοξέα για τη σύνθεση των πρωτεϊνών ή άλλων αζωτούχων ουσιών. Οι πρωτεΐνες αποτελούνται από 20 αμινοξέα, από τα οποία τα 10 χαρακτηρίζονται απαραίτητα, επειδή δεν μπορούν να συντεθούν από τον οργανισμό και επομένως πρέπει να προσληφθούν με τις τροφές. Αυτά είναι τα εξής: αργινίνη, ιστιδίνη, ισολευκίνη, λευκίνη, λυσίνη, μεθειονίνη, φαινυλαλανίνη, θρεονίνη, τρυπτοφάνη και βαλίνη. Τα υπόλοιπα 10 μπορούν να συντεθούν από τον οργανισμό και χαρακτηρίζονται μη απαραίτητα. Γενικά, οι ζωικές πρωτεΐνες είναι ανώτερης βιολογικής αξίας από τις φυτικές. Η ποσότητα πρωτεϊνών που χρειάζεται ο ανθρώπινος οργανισμός ημερησίως υπολογίζεται περίπου στο 1 γρ. ανά κιλό βάρους: έτσι, σε έναν ενήλικο βάρους 70 κιλών αντιστοιχούν 70 γρ., από τα οποία τα μισά πρέπει να είναι ζωικής προέλευσης. Η ποσότητα και η ποιότητα των πρωτεϊνών διαφέρει όταν πρόκειται για παιδιά (3,5 γρ. ανά κιλό βάρους, στην πλειονότητά τους ζωικές) ή σε περίοδο εγκυμοσύνης (1,8-2 γρ. ανά κιλό).Λίπη. Αποτελούν το κυρίως θερμιδοπαραγωγό υλικό, καθώς 1 γρ. λίπους παρέχει διπλάσιο ποσό θερμίδων (9) από ό,τι οι δύο άλλες θρεπτικές ουσίες. Εκτός από τη λειτουργία τους ως αποταμιευτική πηγή ενέργειας, εξυπηρετούν τη θερμομόνωση του σώματος και συμβάλλουν στην ανάπτυξη του οργανισμού, δρώντας ως δομικοί λίθοι. Τα λίπη υπάρχουν άφθονα στο βούτυρο, στα φαγώσιμα έλαια (ελαιόλαδο, διάφορα σπορέλαια) αλλά και στις φυσικές τροφές, όπως το κρέας, το γάλα, το τυρί και οι ξηροί καρποί, σε διαφορετικές ποσότητες. Η ποσότητα των λιπών που χρειάζεται ο άνθρωπος ημερησίως κυμαίνεται· γενικά, ποσοστό 20-50% των θερμιδικών αναγκών καλύπτονται από αυτά. Αποτελούν απαραίτητο συστατικό των κυττάρων και των ιστών του οργανισμού, υφίστανται διάφορες επεξεργασίες (μεταβολισμός της χοληστερίνης) και είναι φορείς ορισμένων βιταμινών (βιταμίνες Α, D, Ε, Κ), που γι’ αυτό τον λόγο ονομάζονται λιποδιαλυτές. Τα λίπη διακρίνονται σε ουδέτερα, τα οποία είναι εστέρες των λιπαρών οξέων με αλκοόλες και περιλαμβάνουν τα τριγλυκερίδια, και σε σύνθετα λίπη ή λιποειδή, τα οποία περιέχουν διάφορες χαρακτηριστικές ομάδες. Σε αυτά ανήκουν τα φωσφολιπίδια ή φωσφατίδια, τα γλυκολιπίδια, τα σφιγγολιπίδια κ.ά. Ενώ τα πρώτα, που περιέχονται στο βούτυρο και στο λάδι, ασκούν δυναμογόνο έργο παρέχοντας θερμίδες παρουσία οξυγόνου, τα λιποειδή, μεταξύ των οποίων αναφέρουμε τη λεκιθίνη και την κεφαλίνη, που βρίσκονται στον νευρικό ιστό και στη χοληστερίνη που εισχωρεί σε κάθε κύτταρο, αναπτύσσουν κυρίως πλαστική δράση. Τέλος, τα λιποειδή χρησιμοποιούνται για τη βελτίωση της γεύσης και του αρώματος των τροφίμων, καθώς και ως γαλακτοματοποιητές.Υδατάνθρακες (σάκχαρα). Αποτελούν το πιο άφθονο και το πιο φθηνό θρεπτικό υλικό της δ. μας. Υπάρχουν σε αφθονία στις πιο βασικές τροφές, όπως είναι το ψωμί, το ρύζι και όλα τα δημητριακά, στα φρούτα και σε όλες τις τροφές φυτικής προέλευσης, όπου συντίθενται από το CO2 και το H2O με τη διαδικασία της φωτοσύνθεσης. Με τους υδατάνθρακες καλύπτονται περισσότερες από τις μισές ημερήσιες θερμιδικές ανάγκες, αλλά η ημερήσια ποσότητά τους ποικίλλει στους διάφορους πληθυσμούς: παρατηρείται ότι όσο χαμηλότερο είναι το οικονομικό και συνεπώς το βιοτικό επίπεδο, τόσο μεγαλύτερο είναι το ποσό των υδατανθράκων που προσλαμβάνονται με την τροφή. Απορροφούνται ταχύτατα από το πεπτικό σύστημα, γι’ αυτό αποτελούν σπουδαία θρεπτική ουσία σε περιπτώσεις που ο οργανισμός έχει άμεση ανάγκη ενέργειας, όπως ύστερα από έντονη μυϊκή εργασία. Αποτελούν απαραίτητα στοιχεία μιας ισορροπημένης διατροφής, καθώς συμβάλλουν στην καταπολέμηση της υπερβολικής αποικοδόμησης των πρωτεϊνών, στη συγκράτηση πολύτιμων στοιχείων όπως το Na, στη συγκράτηση του νερού κ.ά. Αν το ποσό των υδατανθράκων που λαμβάνονται με την τροφή δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο σύνολό του για παραγωγή ενέργειας, μετατρέπεται σε λίπος που εναποθηκεύεται στις λιπαποθήκες του οργανισμού (υποδόριος ιστός) και τότε προκαλείται παχυσαρκία. Τέλος, οι υδατάνθρακες χρησιμεύουν ως γλυκαντικές ουσίες και ως πλαστικοποιητές.Συμπληρωματικές ουσίες στη δ. είναι το νερό, τα άλατα και οι βιταμίνες. Παρότι δεν αποδίδουν ενέργεια, είναι απολύτως απαραίτητες. Το νερό αποτελεί περίπου το 70% των συστατικών του οργανισμού (οι περισσότεροι ιστοί περιέχουν 70-80% νερό). Βρίσκεται σε αφθονία στο αίμα και στα απεκκρίματα του οργανισμού, αλλά και ως συστατικό των κυττάρων. Περίπου κατά τον ίδιο τρόπο υπάρχει και στις ζωικές και στις φυτικές τροφές σε ποσοστό 70-75%. Ωστόσο, επειδή με το μαγείρεμα των τροφών μέρος του νερού αυτού χάνεται, θα πρέπει να αναπληρώνεται. Οι ημερήσιες ανάγκες σε νερό ποικίλλουν και κυμαίνονται από 2 έως 5 κιλά, ανάλογα με τις εξωτερικές συνθήκες του περιβάλλοντος, αλλά και τις εσωτερικές, όπως ο ρυθμός του μεταβολισμού. Το νερό είναι το απολύτως απαραίτητο συστατικό της τροφής: καμία βιολογική λειτουργία δεν μπορεί να συντελεστεί χωρίς τη μεσολάβηση του νερού. Αποτελεί τον διαλύτη και το μεταφορικό μέσο των διαφόρων θρεπτικών υλών, των ενδιάμεσων προϊόντων ανταλλαγής της ύλης και της αποβολής των τελικών προϊόντων του μεταβολισμού από τον οργανισμό. Όταν ο οργανισμός χάσει το 10% του ύδατός του, προκαλούνται σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία του (αφυδάτωση), ενώ μεγαλύτερη απώλεια οδηγεί στον θάνατο· γι’ αυτό ο άνθρωπος, ενώ ανέχεται την παντελή στέρηση τροφής για αρκετές ημέρες, μπορεί να επιζήσει χωρίς νερό μόνο για 2-3 ημέρες.Σε στενή σχέση με την αναλογία του νερού βρίσκεται η ανταλλαγή των αλάτων. Αυτά αποτελούν το 5% του ολικού βάρους του σώματος. Γενικά, τα ανόργανα στοιχεία των τροφών διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: στα μακροστοιχεία, που απαντώνται σε σημαντικά ποσά ως συστατικά των αλάτων, και στα ιχνοστοιχεία, που απαντώνται σε ελάχιστα ποσά. Τα άλατα είναι ουσίες απαραίτητες για τη σύνθεση ορισμένων ιστών, όπως το ασβέστιο για τη σύνθεση των οστών, των δοντιών, των νυχιών κλπ., για τη ρύθμιση της ανταλλαγής του νερού, για τη μεταβίβαση των νευρικών διεγέρσεων και τη λειτουργία των νευρικών κυττάρων, για τη σύνθεση και την έκκριση των ορμονών, για τη λειτουργία των νεφρών κλπ. Αποτελούν ενώσεις των μεταλλικών στοιχείων, γι’ αυτό συνήθως ονομάζονται μεταλλικά άλατα. Τα στοιχεία από τα οποία αποτελούνται τα άλατα του οργανισμού είναι πολλά, αλλά τα κυριότερα, από άποψη ποσότητας και σπουδαιότητας, είναι τα εξής: νάτριο, κάλιο, ασβέστιο, φωσφόρος, μαγνήσιο, σίδηρος, χλώριο, θείο, ιώδιο, φθόριο, μαγγάνιο και κοβάλτιο. Τα άλατα βρίσκονται στο νερό και σε όλες τις τροφές, αλλά μπορεί να λαμβάνονται και αυτούσια, όπως συμβαίνει με τη χρήση του μαγειρικού αλατιού ως καρύκευμα, το οποίο περιέχει κυρίως χλωριούχο νάτριο. Το θαλασσινό αλάτι είναι πιο πλούσιο από το ορυκτό, γιατί περιέχει και μαγνήσιο, καθώς και άλλα στοιχεία σε μικρές ποσότητες.Οι βιταμίνες αποτελούν σημαντική συμπληρωματική ουσία. Είναι απαραίτητες στη δ. όχι μόνο γιατί η έλλειψή τους προκαλεί νοσηρές καταστάσεις (αβιταμινώσεις), αλλά και γιατί συμβάλλουν ουσιαστικά στην καθημερινή επεξεργασία της τροφής από τον οργανισμό. Από χημική άποψη οι βιταμίνες είναι πολύπλοκες οργανικές ενώσεις, που δεν ανήκουν σε μία ομάδα ενώσεων, αλλά διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Μια γενική κατάταξη τις διαχωρίζει σε λιποδιαλυτές (στις οποίες ανήκουν οι βιταμίνες Α, D, E και Κ) και σε υδατοδιαλυτές (που περιλαμβάνουν τις βιταμίνες Β και C), δημιουργώντας δύο ομάδες με παρόμοια συμπεριφορά. Οι βιταμίνες δεν μπορούν να συντεθούν από τον οργανισμό σε σημαντικές ποσότητες, γι’ αυτό είναι ανάγκη να λαμβάνονται με την τροφή. Μερικές φορές είναι απαραίτητος ο εμπλουτισμός της δ. μας με βιταμίνες που έχουν τη μορφή συνθετικών προϊόντων, γιατί το ψήσιμο, η κονσερβοποίηση, η αποστείρωση κ.ά. στα οποία υποβάλλονται οι τροφές, καταστρέφουν σημαντικό μέρος των φυσικών βιταμινών.Η δ.στους διάφορους λαούς. Η δ. ποικίλλει από λαό σε λαό και από περιοχή σε περιοχή, σε ποιότητα και ποσότητα, κυρίως εξαιτίας της ανομοιότητας στην παραγωγή διαθέσιμων προϊόντων και του διαφορετικού τρόπου μαγειρέματος. Το είδος των τροφών που καταναλώνονται σε μια χώρα δεν εξαρτάται μόνο από την παραγωγή της, αλλά και από τις αγοραστικές της δυνατότητες, καθώς επίσης και από την έκταση των εμπορικών της συναλλαγών. Τα πιο φτωχά έθνη είναι αναγκασμένα να τρέφονται μόνο με ό,τι παράγουν· τα πιο πλούσια αποκτούν μεγάλο μέρος εδώδιμων από άλλες χώρες και με αυτό τον τρόπο διαθέτουν παρακαταθήκες ανεξάρτητα από τις εποχές και το κλίμα.Ενδιαφέρον παρουσιάζει, επίσης, η εξέταση του βαθμού στον οποίο οι κλιματολογικές συνθήκες επιδρούν στην ποιοτική επιλογή των τροφών, μέσα από την ανάλυση των διατροφικών συνηθειών πληθυσμών που ζουν υπό ακραίες κλιματολογικές συνθήκες.Έτσι, σε λαούς των πολικών και υποπολικών περιοχών, όπως οι Λάπωνες και οι Εσκιμώοι, η ανάγκη ανοχής της εξωτερικής θερμοκρασίας, η οποία είναι πολύ χαμηλότερη από εκείνη του ανθρώπινου σώματος, ωθεί στη λήψη τροφών που αποτελούνται σχεδόν αποκλειστικά από λίπη, τα οποία, εξαιτίας της υψηλής θερμιδικής τους αξίας, αποδίδουν μεγάλη ποσότητα θερμότητας στο εσωτερικό του σώματος. Αντίθετα, στους λαούς που κατοικούν σε περιοχές με υψηλή θερμοκρασία, εξαιτίας της οποίας οι θερμιδικές ανάγκες είναι σχετικά μικρές, η δ. αποτελείται κυρίως από τροφές που παράγουν μικρή ποσότητα θερμίδων, ενώ, χάρη στον μεγάλο τους όγκο, προκαλούν αίσθημα κορεσμού. Το ίδιο ισχύει και για τα οινοπνευματώδη ποτά που έχουν μεγάλη κατανάλωση μεταξύ των λαών των ψυχρών χωρών, ακριβώς γιατί αποδίδουν γρήγορα πολλές θερμίδες (1 κ. εκ. = 7 θερμίδες). Η χρήση των μπαχαρικών και των καρυκευμάτων είναι τυπικό γνώρισμα των πληθυσμών που κατοικούν σε θερμές περιοχές, οι οποίοι με αυτό τον τρόπο διεγείρουν το αίσθημα της πείνας και προκαλούν την έκκριση πεπτικών χυμών, λειτουργίες που καταπιέζονται όταν η θερμοκρασία του περιβάλλοντος είναι υψηλή.Το πρόβλημα της πείνας. Τα προβλήματα της δ. είναι στενά συνδεδεμένα με την υπερβολική αύξηση του ανθρώπινου πληθυσμού που σημειώθηκε κατά τον 20ό αι. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, με τη μαζική ανάπτυξη της βιομηχανοποίησης και της τεχνολογικής προόδου, η οποία προκάλεσε μαζική εγκατάλειψη των αγροτικών περιοχών, εντάθηκαν οι έρευνες για πιο αποτελεσματική και ορθολογική χρήση των γεωργικών πόρων. Ωστόσο, τα αποτελέσματα αυτών των προσπαθειών εμφανίζονται απογοητευτικά.Σύμφωνα με εκτιμήσεις που δημοσίευσε ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) του ΟΗΕ το 2002, για το διάστημα 1998-2000 υπολογίστηκε ότι τα άτομα που υποφέρουν από χρόνια πείνα και υποσιτισμό ανέρχονται σε περίπου 840 εκατ. Από αυτά, τα 829 εκατ. ζουν στις αναπτυσσόμενες χώρες (κυρίως στην Αφρική, στη νότια Ασία και στη Λατινική Αμερική), τα 11 εκατ. στις βιομηχανοποιημένες χώρες, ενώ τα 200 εκατ. είναι παιδιά κάτω των 5 ετών. Παράλληλα, η δ. περισσότερων από 2 δισ. ανθρώπων στερείται των βασικών βιταμινών και των απαραίτητων μεταλλικών στοιχείων για την ομαλή ανάπτυξη του οργανισμού και την πρόληψη θανάτων και ασθενειών. Υπολογίζεται ότι η πείνα και η φτώχεια ευθύνονται για τον θάνατο 25.000 ατόμων την ημέρα.Τα στοιχεία αυτά δεν θα πρέπει να οδηγούν σε παραπλανητικά συμπεράσματα: δεν αποδεικνύουν ένδεια παραγωγής γεωργικών προϊόντων, αλλά αδυναμία στην κατανομή και στη διαχείρισή τους. Το πρόβλημα της πείνας εμφανίζεται ακόμη πιο δραματικό, καθώς, παρότι η γεωργική παραγωγή έχει σημειώσει πολύ μεγάλη άνοδο στη διάρκεια του 20ού αι., το ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού που υποφέρει από πείνα αυξάνει. Μεταξύ 1850 και 1950 (δηλαδή με τον τελευταίο διπλασιασμό του παγκόσμιου πληθυσμού) η γεωργική παραγωγή αυξήθηκε τόσο πολύ, ώστε όχι μόνο να συμβαδίζει με τη δημογραφική ανάπτυξη, αλλά και να την ξεπερνά. Σε ορισμένες περιοχές (Βόρεια Αμερική και Ευρώπη) η δ. μετά το 1850 βελτιώθηκε πολύ περισσότερο, τόσο από ποσοτική όσο και από ποιοτική άποψη, από ό,τι σε άλλες περιοχές, όπου σημειώθηκε στασιμότητα ή ακόμα και μείωση της γεωργικής παραγωγής. Ανάλογα, από το 1960 έως το 1990 η αγροτική παραγωγή διπλασιάστηκε, η απόδοση δημητριακών ανά 10 στρέμματα καλλιεργούμενης έκτασης ανήλθε στους 2,7 από τους 1,4 τόνους και οι διαθέσιμες κατά κεφαλήν θερμίδες στις 2.700 από τις 2.300.Αξιοσημείωτο είναι ότι στις χώρες όπου ο πληθυσμός διατρέφεται καλά, το μεγαλύτερο μέρος της τροφής αποτελείται από κρέας, γάλα, αβγά και ζωικά λίπη, δηλαδή προϊόντα που παράγονται με πολύ δαπανηρές μεθόδους. Έτσι, για τη δ. των κρεοπαραγωγών ζώων στις χώρες αυτές καταναλώνονται δημητριακά και άλλες φυτικές τροφές. Με τον τρόπο αυτό δαπανώνται για τη δ., για παράδειγμα, των χοίρων τα 4/5, και των βοοειδών τα 9/10 των τροφών αυτών. Υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο καταναλώνονται 150-170 εκατ. τόνοι δημητριακών για τη δ. των ζώων.Παράλληλα, υπάρχουν και άλλες όψεις του ζητήματος. Όσον αφορά την έκταση του συνόλου της γήινης επιφάνειας που διατίθεται στη γεωργία, αυτή δεν ξεπερνά το 10% (δηλαδή περίπου 13 δισ. στρεμμάτων γης). Σύμφωνα με στοιχεία τουFAO, άλλα περίπου 24 δισ. στρέμματα καταλαμβάνονται από λιβάδια και βοσκοτόπια, περίπου 40 δισ. από δάση, ενώ 4 δισ. αποτελούν γόνιμη, αλλά ακαλλιέργητη γη. Υπάρχει συνεπώς μια τεράστια εφεδρεία καλλιεργήσιμης γης, αν και οι δυνατότητες καλλιέργειάς της απέχουν πολύ από τη σημερινή πραγματικότητα.Τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο, είναι αποδεκτή η άποψη ότι η ορθολογική εκμετάλλευση του αγροτικού χώρου και η κατανομή της τροφής είναι ζήτημα ανθρώπινης ευφυΐας, σύνεσης και βούλησης. To πρόβλημα της πείνας αποτελεί αντικείμενο συζήτησης σε πολλά παγκόσμια συνέδρια (Διεθνές Συνέδριο Κεμπέκ 1995, 28o Συνέδριο FAΟ 1995 με θέμα Τροφή για όλους, Διάσκεψη Κορυφής του ΟΗΕ για τη Διατροφή 2002).Ως λύση προτείνεται η βιώσιμη ανάπτυξη (sustainable development), που συνίσταται σε μια πιο ορθολογική διαχείριση και ισομερή κατανομή των πόρων και κυριαρχεί στις συζητήσεις της διεθνούς κοινότητας για ένα καλύτερο μέλλον.
Το ρύζι αποτελεί βασικό είδος διατροφής για πολλούς λαούς της Ασίας. Ο Πέρσης χωρικός της φωτογραφίας γευματίζει με το «τσικάβ», το πατροπαράδοτο πιάτο ρυζιού της χώρας του.
Σύμφωνα με στατιστικές μελέτες, περίπου 840 εκατ. άνθρωποι, κυρίως στην Αφρική, στη νότια Ασία και στη Νότια Αμερική, υποφέρουν από χρόνια πείνα και υποσιτισμό.
To παραδοσιακό κρητικό διαιτολόγιο θεωρείται διεθνώς τα τελευταία χρόνια από τα πιο υγιεινά σε ολόκληρο τον κόσμο· στη φωτογραφία, έκθεση προϊόντων κρητικής διατροφής (φωτ. ΑΠΕ).
O Eλβετός Ζαν Ζιγκλέρ, ειδικός απεσταλμένος για το δικαίωμα στη διατροφή του ΟΗΕ, στη διάρκεια σχετικής ημερίδας του οργανισμού στη Γενεύη, το 2001 (φωτ. ΑΠΕ).
IIΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ: ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΠΛΗΜΜΕΛΟΥΣ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ
(Νομ.). Η νομική υποχρέωση παροχής των μέσων συντήρησης, εξαιτίας συγγενικού δεσμού ή άλλου νομικού γεγονότος (π.χ. σωματικής βλάβης) σε πρόσωπα που δεν μπορούν να εξασφαλίσουν μόνα τους τα μέσα για την ικανοποίηση των αναγκών διαβίωσής τους. Ο θεσμός απαντάται ιδιαίτερα στον κύκλο του οικογενειακού δικαίου. Έτσι, στο ελληνικό αστικό δίκαιο υπάρχει αμοιβαία υποχρέωση δ. μεταξύ ανιόντων και κατιόντων, καθώς και μεταξύ αδελφών (στην τελευταία περίπτωση περιορισμένη στα απολύτως αναγκαία για τη συντήρησή τους και επιπλέον στα έξοδα ανατροφής και επαγγελματικής εκπαίδευσης). Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις η υποχρέωση υπάρχει μόνο απέναντι στο πρόσωπο που δεν είναι σε θέση να συντηρηθεί με δικά του μέσα· αντίθετα δεν βαρύνει εκείνους, τα μέσα των οποίων μόλις επαρκούν για τη δική τους συντήρηση. Ο Α.Κ. καθορίζει τους υπόχρεους σύμφωνα με τη σειρά διαδοχής. Ο σύζυγος (και ο διαζευγμένος), ως προς το δικαίωμα, συμπορεύεται με τους υπόλοιπους ανήλικους κατιόντες και προηγείται από τους υπόλοιπους κατιόντες. Ο Α.Κ. καθορίζει επίσης τη σειρά προτεραιότητας των δικαιούχων, αν είναι πολλοί, και τον τρόπο προσδιορισμού του ποσού της δ., το οποίο καταβάλλεται σε χρήμα και σε μηνιαίες δόσεις. Υποχρέωση δ. υπάρχει και απέναντι στο τέκνο που αναγνωρίστηκε δικαστικά.Δικαίωμα αίτησης για δ. κατά την έκδοση του διαζυγίου διατηρούν και οι δύο σύζυγοι, εφόσον δεν μπορούν να εξασφαλίσουν τη δ. τους από τα εισοδήματα ή την περιουσία τους. Παράλληλα, οι πρώην σύζυγοι δικαιούνται δ., αν έχουν την επιμέλεια ανήλικου τέκνου, και γι’ αυτό τον λόγο εμποδίζονται στην άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος, καθώς και σε άλλες περιπτώσεις που προβλέπονται από τον Α.Κ., όπως είναι, για παράδειγμα, η μη εύρεση εργασίας κατά την έκδοση του διαζυγίου λόγω ηλικίας ή προβλημάτων υγείας. Η υποχρέωση παροχής δ. παύει να υπάρχει, αν ο δικαιούχος συνάψει νέο γάμο ή συζεί μόνιμα με κάποιον άλλον σε ελεύθερη συμβίωση. Η δ. σε περίπτωση διαζυγίου είναι δυνατόν να καταβληθεί και εφάπαξ.* * *η (AM διατροφή) [διατρέφω]παροχή τροφής, συντήρησηνεοελλ.1. το σύνολο τών βιοτικών αναγκών τού ανθρώπου και το χρηματικό ποσό που απαιτείται για την ικανοποίησή τους («ο μισθός μου δεν επαρκεί για τη διατροφή τής οικογένειάς μου»)2. (για στρατεύματα) επισιτισμός3. (βιολ.-ζωολ.) ο τρόπος θρέψης τών ζωτικών οργανισμών, που προσδιορίζεται με βάση την προέλευση τών τροφών, τη σύσταση και τη μορφή τους4. (νομ.) έννομη σχέση, δυνάμει τής οποίας δύο πρόσωπα συνδέονται έτσι ώστε το ένα έχει υποχρέωση να παρέχει στο άλλο το σύνολο (πλήρη διατροφή) τών υλικών αγαθών και υπηρεσιών που έχει ανάγκη για τη διαβίωση του ή τών απολύτως αναγκαίων (μερική διατροφή) για κάλυψη βασικών αναγκών τουαρχ.1. ο τρόπος πορισμού τών μέσων για συντήρηση2. ο τόπος όπου γίνεται η συντήρηση, η διαβίωση («τῷ δὲ τέρατι τούτῳ πρὸς διατροφὴν λέγεται κατασκευάσαι Δαίδαλον λαβύρινθον», Διόδ.)3. στον πληθ. αἱ διατροφαὶτα μέσα συντηρήσεως («ἐὰν ἀμελήσω τῶν ἐμῶν οὐχ ἕξω διατροφάς», Επίκτ.).
Dictionary of Greek. 2013.